δημοτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
δημοτικά — δημοτικός neut nom/voc/acc pl δημοτικά̱ , δημοτικός fem nom/voc/acc dual δημοτικά̱ , δημοτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτερον — δημοτικός adverbial comp δημοτικός masc acc comp sg δημοτικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικωτάτων — δημοτικός fem gen superl pl δημοτικός masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικωτέρων — δημοτικός fem gen comp pl δημοτικός masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικῶν — δημοτικός fem gen pl δημοτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικόν — δημοτικός masc acc sg δημοτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτατα — δημοτικός adverbial superl δημοτικός neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτικώτατον — δημοτικός masc acc superl sg δημοτικός neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)